- ἀπορράπτει
- ἀπορράπτωsew up againpres ind mp 2nd sgἀπορράπτωsew up againpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απορράπτω — ἀπορράπτω (Α) 1. ράβω ξανά 2. ράβω 3. φρ. «ἀπορράπτω στόμα» κλείνω, βουλλώνω 4. «ἀπορράπτει τὸ βαλάντιον» φυλάει καλά το χρήμα του, είναι σπαγγοραμμένος … Dictionary of Greek